καταφορά — καταφορά̱ , καταφορά conveyance fem nom/voc/acc dual καταφορά̱ , καταφορά conveyance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορᾷ — καταφορά conveyance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοράν — καταφορά̱ν , καταφορά conveyance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοράς — καταφορά̱ς , καταφορά conveyance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοραῖς — καταφορά conveyance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοραί — καταφορά conveyance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορᾶς — καταφορά conveyance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορῆς — καταφορά conveyance fem gen sg (epic ionic) καταφορέω carry down pres ind act 2nd sg (doric) καταφορέω carry down pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)